- ἀμάχητος
- 2 не вовлечённый в бой
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
αμάχητος — η, ο (Α ἀμάχητος, ον) νεοελλ. αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια) αρχ. 1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος 2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη 3. ο δίχως μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μαχητός < μά χομαι. ΠΑΡ. αμαχητί] … Dictionary of Greek
αμάχητος — η, ο ακαταμάχητος: Τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με αμάχητες αποδείξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμάχητον — ἀμάχητος not to be foughtwith masc/fem acc sg ἀμάχητος not to be foughtwith neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάχητα — ἀμάχητος not to be foughtwith neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάχητοι — ἀμάχητος not to be foughtwith masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαχητί — επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) [ἀμάχητος] δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας νεοελλ. δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση … Dictionary of Greek
άμαχος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι μάχιμος: Ο άμαχος πληθυσμός στον τελευταίο πόλεμο υπέφερε από τους βομβαρδισμούς και από τις στερήσεις. 2. αμάχητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμαχέτου — ἀμάχετος masc/fem/neut gen sg ἀμάχητος not to be foughtwith masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάχετοι — ἀμάχετος masc/fem nom/voc pl ἀμάχητος not to be foughtwith masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)